παρακυμάτιος

παρακυμάτιος
-ον, Α
αυτός που σχηματίζει κυματισμούς, κυματοειδής («παρακυμάτιος χιτωνίσκος», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + κῦμα, -ατος + κατάλ. -ιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”